ακρίτσα

ακρίτσα
η [άκρα]
1. τοποθεσία, απόμερη γωνίτσα
2. λέγεται χαϊδευτικά για την άκρη οποιουδήποτε αντικειμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • ακρούλα — η (υποκορ. τού άκρη*) η ακρίτσα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”